στόλισις

στόλισις
στόλισις
a clothing
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • στόλιση — η / στόλισις, ίσεως, ΝΜΑ [στολίζω] νεοελλ. στολισμός, διακόσμηση, καλλωπισμός («και τού σπιτιού την ομορφιά και στόλιση να δείξει», Ερωτόκρ.) μσν. αρχ. ενδυμασία, ιματισμός …   Dictionary of Greek

  • στολίσι — στολίσῑ , στόλισις a clothing fem dat sg (epic doric ionic aeolic) στολίς garment fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”